-
1 κατέχω
κατέχω, [tense] fut. καθέξω (of duration) Il.18.332, κατασχήσω (of momentary action) Hdt.5.72, Th.4.42: [tense] aor. κατέσχον, poet.Aκατέσχεθον Hes.Th. 575
, S.El. 754; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.κάσχεθε Il.11.702
, [dialect] Aeol. κατέσκ [ εθε] Alc.Supp. la.12; imper. (lyr.), laterκατάσχε Philostr.Ep.38
(v.l.), PMag.Lond.97.404; late [tense] aor.κατέσχα PGen. 54.22
(iv A.D.).I trans., hold fast,καλύπτρην χείρεσσι Hes.Th. 575
.b hold back, withhold,εἴ με βίῃ ἀέκοντα καθέξει Il.15.186
, cf. 11.702, Od.15.200;ἐν κολεῷ ξίφος Pi.N.10.6
: check, restrain, bridle,ἑωυτόν Hdt.6.129
, cf.Pl.Chrm. 162c, Men.Sam. 112; [ γυναῖκε] A.Pers. 190;ἱππικὸν δρόμον S.El. 754
; (lyr.); ὀργήν, θυμόν, ὕβριν, etc., S.El. 1011, OC 874, E.Ba. 555 (lyr.), etc.; (lyr.);τὴν διάνοιαν Th.1.130
; κ. τὴν ἀγωγήν put it off, Id.6.29; κ. τὸ πλῆθος ἐλευθέρως, ἰσχύϊ, Id.2.65, 3.62;κ. τινὰ πολέμῳ Id.1.103
; , al.;τὸν γέλωτα X.Cyr.2.2.5
, Pl.La. 184a, Thphr.Char.2.4; οὖρον hold in, Gal.8.407 (but -όμενα [οὖρα] as a disease, Hp.Prorrh.1.59, cf. Gal.16.639); ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν restrains himself from.., Pl.Phdr. 254a:—[voice] Pass., to be held down,γλῶσσα κατείχετο Hp.Epid.5.50
;ἐπιθυμίας -ομένας Pl.R. 554c
; to be bound,ὁρκίοισι μεγάλοισι Hdt.1.29
;ὑποσχέσει PAmh. 2.97.17
(ii A.D.);τοῖς τινων ὀφειλήμασιν PRyl.117.13
(iii A.D.); of a nation, to be kept under (by tyrants), Hdt.1.59.c detain,κ. [αὐτοὺς] ἐνιαυτόν Id.6.128
, cf. 8.57, Th.8.100;κ. [αὐτοὺς] ὥστε μὴ ἀπιέναι X. Mem.2.6.11
:—[voice] Pass., to be detained, stay, Hdt.8.117, S.Tr. 249;περὶ Κρήτην Th.2.86
, etc.d in imprecations, inhibit (cf. καταδέω (A) 111), Tab.Defix.Aud.50.11 (iv B.C.), PMag.Par.1.2077;Μανῆν καταδῶ καὶ κατέχω Tab.Defix.109
.e place under arrest, PFlor.61.60 (i A.D.), etc.2 c.gen., gain possession of, be master of,τῶν ἐπιστημῶν μὴ πάνυ κ. Arist.Cat. 9a6
;τῆς ὀργῆς Philem.185
codd. Stob.;τῆς παραποταμίας βίᾳ κατέσχον D.S.12.82
, cf. Plb.14.1.9;τῆς Ἀσίας ἐθνῶν App.Praef. 9
; control, τινων LXX 1 Ma.6.27; ἑαυτῶν Erot.s.v.προπετής; μηκέτι κατέχων ἑαυτοῦ Hdn.1.15.1
, cf. 1.7.3; cling to,τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου LXX 3 Ki.1.51
.II possess, occupy, esp.of rulers, A.Th. 732 (lyr.), E.Hec.81 (anap.); σῴζειν ἅπερ ἃν ἅπαξ κατάσχωσι whatever they have got, Isoc.12.242; esp. of property. enjoy possession of, PTeb.5.47 (ii B.C.), etc. (but also, sequestrate, PLille3.16 ([voice] Pass., iii B.C.), etc.);ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες 2 Ep.Cor.6.10
.b dwell in, occupy,Ὀλύμπου αἴγλαν S.Ant. 609
(lyr.); esp. of tutelary gods, Παρνασίαν ὃς κ. πέτραν, of Dionysus, Ar.Nu. 603 (lyr.), cf. X.Cyr.2.1.1, SIG662.10 (Delos, ii B.C.), Luc.Alex.10; of a place, (lyr.); of the dead. θήκας Ἰλιάδος γᾶς.. κατέχουσι occupy, A.Ag. 454 (lyr.), cf. S.Aj. 1167 (anap.).2 of sound, fill,οἱ δ' ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον κατέχουσι Il. 16.79
; κ. στρατόπεδον δυσφημίαις fill it with his grievous cries, S. Ph.10;οἰμωγὴ.. κατεῖχε πελαγίαν ἅλα A.Pers. 427
, cf. E.Hipp. 1133 (lyr.):—[voice] Pass.,οἶκος κλαυθμῷ κατείχετο Hdt.1.111
.3 πανδάκρυτον βιοτὰν κ. continue to live a life.., S.Ph. 690 (lyr.).4 to be spread over, cover,νὺξ.. δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν Od.13.269
;ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν A.Pers. 387
, cf. Ar.Nu. 572 (lyr.); τίνες αὖ πόντον κατέχουσ' αὖραι; Cratin.138;ὀσμὴ.. κατὰ πᾶν ἔχει δῶ Hermipp.82.9
:—[voice] Pass.,σελήνη.. κατείχετο.. νεφέεσσιν Od.9.145
, cf. Il.17.368, 644:—[voice] Med., [dialect] Ep.[tense] aor.,κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα Od.19.361
; κατασχομένη ἑανῷ having covered her face, Il.3.419.5 of the grave, confine, cover, , cf. Od.11.301, Orac. ap. Hdt.1.67; as a threat, πάρος τινὰ γαῖα καθέξει sooner shall earth cover many a one, Il.16.629, cf. Od.13.427, etc.6 of circumstances, etc., hold fast, have one in their power,μιν κατὰ γῆρας ἔχει χεῖράς τε πόδας τε Od.11.497
; ὃν θάνατος δακρυόεις καθέχει (sic) IG12.987;ἐχθρὰ Φάλαριν κ. φάτις Pi.P.1.96
;τινὰ.. λάθα κ. Id.N.8.24
; [φθορὰ] κ. τὸν σὸν δόμον S.OC 370
; τύχη, πόλεμος κ. τινά, Pl.Hp.Ma. 304c, Ep. 317a; κ. κίνδυνος Σικελίαν ib. 355d;συνέβη λοιμώδη νόσον κατασχεῖν τὴν Ἰταλίαν Hdn.1.12.1
:—[voice] Pass.,ὑπὸ μεγάλης ἀνάγκης κατεχόμενοι Pl. Lg. 858a
: rarely in good sense,ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10
;μεγάλαι κ. τύχαι γένος ὀρνίθων Ar.Av. 1726
(lyr.);εὐμοιρίας -εχούσης τὸν βίον Hdn.2.5.1
.b of circumstances, etc., prevail, prevail among, engage, , cf. 1.65; μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς murmurs are rife among us, S.Aj. 142 (anap.); φήμης ἀθρόας -σχούσης τὸ Ἑλληνικόν a sudden rumour having overspread Greece, Philostr.VA8.15.7 seize, occupy, in right of conquest, τὸ Καδμείων πέδον dub. in S.OC 381; esp. in histor. writers, -σχήσειν [τὴν ἀκρόπολιν] Hdt.5.72;τὰ πρήγματα Id.3.143
;τὰ ἐχυρά X.Cyr.3.1.27
;τὰ κύκλῳ τῆς Ἀττικῆς ἁρμοσταῖς D.18.96
;φρουραῖς τὰς πόλεις Plu.2.177d
.9 master, understand,οὐ κατέχω τί βούλει φράζειν Pl.Phlb. 26c
, cf. Men. 72d, Ceb.34;περὶ φύσεως κ. πάντας τοὺς λόγους Sosip.1.17
, cf. 33; κ. νοῦν στίχων grasp the sense of.., Puchstein Epigr.Gr.p.9.b keep in mind, remember,χρήσιμον καὶ τοῦτο κατασχεῖν τὸ στοιχεῖον Epicur. Ep.1p.10U.
, cf. Thphr.Char.26.2, Men.Epit. 109; κ. τινὰ ὀψοφάγον Chrysipp.Tyan. ap. Ath.1.5e; κ. ὅτι, διότι, PCair.Zen.60.10 (iii B.C.), Phld.Herc.1251.15:—[voice] Pass., Epicur.Ep.1p.31U.10 possess, of a god,εἰ θεός ἐστιν ὁ σὰς κατέχων φρένας PLit.Lond.52.12
; τοιοῦτος ἔρως κατεῖχε τὴν ἄνθρωπον she was so infatuated, Plu.Alc.23; of an actor, κ. τὸ θέατρον held the audience spellbound, Plu.Dem.29 (but, kept the audience waiting, Phoc.19); of poets,μύθοις [τοὺς ἀκούοντας] κ. Luc.JTr.39
(v.l. κατηχοῦσι):—mostly in [voice] Pass., of persons, to be possessed, inspired, Pl. Ion 533e; ἐξ Ὁμήρου ib. 536b;ἐκ θεῶν X. Smp.1.10
;κάρῳ Phld.D.1.18
; τὸ θέατρον κατείχετο the audience was spellbound, Eun.Hist.p.247 D.; of hydrophobia patients, Philum. Ven.4.11; of a lover, τῷ αὐτῷ θεῷ (sc. Ἔρωτι)κατέσχημαι Luc. DMort.19.1
:—also in [tense] aor. [voice] Med., Pl.Phdr. 244e.B intr.,1 (sc. ἑαυτόν) control oneself, S.OT 782;οὐκέτι καθέξω Men.Pk. 394
;εἶπεν οὖν μὴ κατασχών Plu.Art.15
;οὐ κατέσχεν App.BC3.43
: c. inf.,κ. τὸ μὴ δακρύειν Pl.Phd. 117c
.2 come from the high sea to shore, put in (v. supr. IV),νηΐ Θορικόνδε h.Cer. 126
;τῆς Μαγνησίης χώρης ἐς τὸν αἰγιαλόν Hdt.7.188
, cf. 6.101, Plb.1.25.7, Plu. Thes.21; τίνες ποτ' ἐς γῆν τήνδε.. κατέσχετε; S.Ph. 221, cf. 270, E. Heracl.83 (lyr.), Antipho 5.21, etc.: c. acc. loci, E.Hel. 1206, Cyc. 223; of a journey by land, rest, προξένων δ' ἔν του κατέσχες; Id. Ion 551, cf. Plb.5.71.2: metaph., εὖ κατασχήσει shall come safe to land, S.El. 503 (lyr.).3 prevail, ὁ λόγος κ. the report prevails, Th.1.10;κληδὼν ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατεῖχεν And.1.130
;σεισμῶν -εχόντων Th.3.89
;ὁ βορέας κατεῖχεν Arist.Mete. 345a1
, cf. 360b33, Thphr.CP1.5.1.4 gain the upper hand,παρά τινι Thgn.262
; gain one's purpose, Lys.3.42;ὁ δὲ κατεῖχε τῇ βοῇ Ar.Ec. 434
;νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν Arist.Pol. 1307b10
.C [voice] Med., keep back for oneself, embezzle, [ τὰ χρήματα] Hdt.7.164.3 hold, contain, Plb.9.26a.7.II [tense] aor. [voice] Med., = κατέχω B. 2, Od.3.284.2 in pass. sense, τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος subdued, Pi.P.1.10; καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι was seized with, possessed by, E.Hipp.27; v. supr.A. 11.10. -
2 κατεχω
(aor. κατέσχον и κατέσχεθον - эп. 3 л. sing. κάσχεθε)1) держать(καλύπτρην χείρεσσι Hes.)
2) удерживать, задерживать(τινὰ βίῃ ἀέκοντα, τινα ἐνὴ οἴκῳ Hom.; ξίφος ἐν κουλεῷ Pind.; τινὰ πρὸς ἑαυτόν NT.)
οἱ Ἀθηναῖοι περὴ Κρήτην κατείχοντο Thuc. — афиняне были задержаны у берегов Крита;κ. τινὰ μέ ποιεῖν τι NT. — уговаривать кого-л. не делать чего-л.3) сдерживать, унимать(ἵππους Aesch.; ὀργήν Soph., Arst., Plut.; δύνασιν Soph.; τὰ δάκρυα Plat.; τὸν γέλωτα Xen.)
4) подавлятьτὸ κατέχον NT. — препятствие, помеха5) связывать, обязывать, pass. быть связанным(ὁρκίοισι Hom.; ἐν τῷ νόμῳ NT.)
6) (тж. κ. νέας Her. или νηΐ Hom.) приставать к берегу, приплывать(Θορικόνδε HH.; εἰς τὸν αἰγιαλόν Her., NT.; τῆς Ἐρετρικῆς χώρης Her.; ἐς τήνδε γῆν Soph.; χθόνα Eur.; εἰς Δῆλον Plut.)
7) хранить, блюсти(τὰς παραδόσεις NT.)
8) держать в повиновении, притеснять(τὸ Ἀττικὸν - sc. ἔθνος - κατεχόμενον ὑπὸ Πεισιστράτου Her.)
9) угнетать, удручать(μιν κατὰ γῆρας ἔχει Hom.; κατέχεσθαι νοσήματι NT.)
τῶν σεισμῶν κατεχόντων τῆς Εὐβοίας Thuc. — так как на Эвбее свирепствовали землетрясения10) неотступно следовать, преследовать по пятам(ἰσχυρῶς Xen.)
11) (sc. ἑαυτόν) останавливаться (для отдыха)προξένων δ΄ ἔν του κατέσχες ; Eur. — и ты остановишься у кого-л. из проксенов?
12) задерживаться, останавливаться, прекращаться(κατέχει πολέμου αὔρα Arph. - ср. 24)
13) овладевать, усваивать(τῶν ἐπιστημῶν Arst.)
14) завладевать, захватывать, занимать(τέν ἀκρόπολιν Her.; τὸ Καδείων πέδον Soph.; τὰς πόλεις φρουρᾷ Xen., Plut.; τέν κληρονομίαν τινός NT.)
; med. присваивать себе(χρήματά τινος Her.)
15) владеть, обладать(τοὺς ἄμφω ζωούς, sc. Κάστορα καὴ Πολυδεύκεα Hom.; τέν χιονώδη Θρῄκην Eur. Περσίδα γῆν Xen.)
θήκας κ. Aesch. — покоиться в могилах;κ. πανδάκρυτον βιοτάν Soph. — влачить печальную жизнь16) pass. быть одержимым, боговдохновенным(ἐκ θεῶν Xen.; ποιηταὴ ἔνθεοι καὴ κατεχόμενοι Plat.)
17) (sc. ἑαυτόν) сдерживаться, воздерживаться(μόλις Eur.)
κ. τὸ μέ δακρύειν Plat. — удерживаться от слез;εἶπεν μέ κατασχών Plut. — он не мог удержаться, чтобы не сказать18) завершаться, оканчиваться19) помещаться, занимать(μέσον ὀμφαλὸν γᾶς Eur.)
; обитать(Ὀλύμπου αἴγλαν Soph.; Παρνασίαν πέτραν Arph.)
20) охватывать, закрывать, покрывать(νὺξ δνοφερέ κατέχ΄ οὐρανόν Hom.; ὃν τόπον κατέχει ἥ θάλασσα Arst.)
ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν Aesch. — день озарил всю землю;κατεσχομένη ἑανῷ Hom. — окутанная покрывалом;μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ΄ ἡμᾶς Soph. — великое смятение охватывает нас;τοὺς Ἀθηναίους τοιαῦτα κατέχοντα Her. — (Крез узнал, что) у афинян положение следующее;κατέχοντα πρήγματα Her. — существующее положение вещей21) наполнять(τέν ὁδὸν ἅπασαν ὑπὸ πλήθους ἁμαξῶν Plut.; ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον Hom.; στρατόπεδον δυσφημίαις Soph.; οἶκος πᾶς κλαυθμῷ κατείχετο Her.)
22) достигать, совершать(τέν πρᾶξιν Polyb.)
εἰ δὲ μέ κατέσχον, οὐδὲν ἧττον τό γ΄ ἐκείνων πεποιῆσθαι Lys. — если же они и не добились своего, тем не менее сделали, что могли23) улавливать, схватывать, понимать(τὸ ἐρωτώμενον Plat.)
24) держаться, удерживатьсяὅσον ὅ λὁγος κατέχει Thuc. — как утверждает молва;
ἐπεὴ κατέσχεν ὅ πόλεμος Plut. — когда началась война (ср. 12)
См. также в других словарях:
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek